ξανοστίζω

ξανοστίζω
tadını bozmak

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ξανοστίζω — και ξανοστεύω ξανόστισα 1. γίνομαι άνοστος, ξενοστιμίζω. 2. αποβάλλω την ανοστιά: Φάε μια καραμέλα να ξανοστίσει το στόμα σου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξανοστίζω — ξανοστεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + ανοστίζω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”